- ορθοδίκας
- ὀρθοδίκας, ὁ (Α)(δωρ. τ. αντί ὀρθοδίκης) αυτός πάνω στον οποίο στηρίζεται το δίκαιο, ο οποίος ανορθώνει τη δικαιοσύνη («ὀρθοδίκαν γᾱς ὀμφαλόν», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -δικᾱς / -δίκης (< δίκη), πρβλ. ιθυ-δίκης].
Dictionary of Greek. 2013.