ορθοδίκας

ορθοδίκας
ὀρθοδίκας, ὁ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὀρθοδίκης) αυτός πάνω στον οποίο στηρίζεται το δίκαιο, ο οποίος ανορθώνει τη δικαιοσύνη («ὀρθοδίκαν γᾱς ὀμφαλόν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -δικᾱς / -δίκης (< δίκη), πρβλ. ιθυ-δίκης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀρθοδίκαιον — ὀρθοδίκας by which justice is upheld masc/fem acc sg ὀρθοδίκας by which justice is upheld neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοδίκαν — ὀρθοδίκᾱν , ὀρθοδίκας by which justice is upheld masc acc sg (epic doric aeolic) ὀρθοδίκας by which justice is upheld masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ὀρθοδίκου — ὀρθόδικος by which justice is upheld masc/fem/neut gen sg ὀρθοδίκας by which justice is upheld masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”